24/10/12

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΄40



               
                Η πρόθεση του Μουσολίνι να εισβάλει στην Ελλάδα έγινε αντιληπτή το καλοκαίρι του 1940.Ξεκίνησε τότε εκστρατεία ανθελληνικών προκλήσεων , με χαλκευμένα δημοσιεύματα, παρενοχλήσεις πλοίων και άλλα περιστατικά που   κορυφώθηκαν με τον τορπιλισμό   του εύδρομου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου στο λιμάνι της Τήνου. Η ελληνική ηγεσία τήρησε ψύχραιμη στάση , ενώ γερμανική αντίδραση στην επέκταση του πολέμου στα Βαλκάνια είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή αναβολή των ιταλικών σχεδίων.
        Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες επιθέσεις του Χίτλερ και η τάση του να αγνοεί το σύμμαχό του σε σημαντικές αποφάσεις  του, όπως η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία αποτελούσαν σημαντικό ερέθισμα για το μεγαλομανή Ιταλό δικτάτορα. Η ενίσχυση της ιταλικής παρουσίας στην Ανατ. Μεσόγειο και η πρόληψη της  εγκατάστασης  βρετανικών βάσεων που θα απειλούσαν την μητροπολιτική Ιταλία , αποτέλεσαν τους στρατηγικούς λόγους για τους οποίους σε πολεμικό συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου έλαβε την απόφαση για την  επίθεση  κατά της  Ελλάδας. Μόνο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατάρχης Μπαντόλιο  ζήτησε τρίμηνη αναβολή  κρίνοντας τις διαθέσιμες δυνάμεις ανεπαρκείς. Αντίθετα γενική ήταν η εντύπωση ότι οι  έλληνες δε θα προέβαλλαν σοβαρή αντίσταση.
        Η διατύπωση του Ιταλικού τελεσίγραφου δεν άφηνε περιθώρια: αφού εκτοξεύονταν  ουσιαστικά αβάσιμες κατηγορίες για παραβίαση της ουδετερότητας εκ μέρους της Ελλάδας και προπαντός διατυπώνονταν το αίτημα να επιτραπεί στον Ιταλικό στρατό η είσοδος στο ελληνικό  έδαφος  για να καταλάβει στρατηγικές θέσεις που δεν προσδιορίζονταν .Η επιλογή για την Ελλάδα ήταν ανάμεσα στην πλήρη υποταγή στα κελεύσματα της Ρώμης και τον πόλεμο.
        Τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου όταν του επιδόθηκε το τελεσίγραφο, ο Ιωάννης  Μεταξάς το απέρριψε χωρίς δισταγμούς.

        
Η απόφαση για αντίσταση στην ιταμή πρόκληση έγινε δεκτή από το λαό της πρωτεύουσας με ξέσπασμα ενθουσιασμού , που οφειλόταν και σε αίσθημα λύτρωσης μετά τη μακρά περίοδο εσωτερικής καταπίεσης και εξωτερικών προκλήσεων.


«Ήταν Οκτώβρης .Στους αγρούς γινόταν η σπορά
Κι ο πιστικός τα πρόβατα στους κάμπους οδηγούσε.
Τα πανηγύρια τέλειωναν και τούτη τη φορά
και η ζωή μας ξένοιαστη και ήσυχη κυλούσε.
Μ’ απ’ το γλυκό μας τον ύπνο σειρήνες μας ξυπνούν .
Τις πόρτες της Ελλάδος μας ο εχθρός θέλει να σπάσει.
Σκλάβοι εμείς οι ελεύθεροι, να γίνουμε ζητούν
Και τη χαρά , το γέλιο της , η Ελλάδα μας να χάσει.
Και τότε … μια παράδοση παλιά μας ξαναζεί.
Στο Μαραθώνα γράφτηκε , στις Θερμοπύλες πάλι,
στην άλωση ξανάζησε , στο εικοσιένα ζει
Κι είναι της Ελλάδος στόλισμα στα τόσα της  τα κάλλη.
-    Όχι ! Δε δίνω τ΄ άρματα! Ακούεται κραυγή.
-    Εκατομμύρια φωνές μιλούν σαν στόμα ένα
κι ο ποιητής ακούεται εκείνη την αυγή
« Μεθύστε με τ΄ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα»
«Ελευθερία ή θάνατος «, ή «ταν ή επί τας»!
Η Βόρειος η Ήπειρος ελληνική για πάντα!
        Με τέτοια τα συνθήματα και μ΄ άξιους μαχητές  η Ελλάδα έγραψε ξανά το έπος του Σαράντα.
        Στον πόλεμο του σαράντα τα μέτωπα ήταν πολλά.


        
Πρόσκαιρα ο εχθρός ταυτίστηκε με το βαρύ χειμώνα , τα αθρόα κρυοπαγήματα τη δυσεντερία και την έλλειψη εφοδίων .Από την άλλη πλευρά το Γενικό Στρατηγείο που συγκροτήθηκε υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου , γνώριζε τη μειονεκτική θέση των ελληνικών δυνάμεων αλλά και υπερεκτιμούσε τις δυνατότητες  του εισβολέα , ιδίως την αποτελεσματικότητα της ιταλικής αεροπορίας. Εκτιμάται ότι ο εχθρός ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερος σε πληθυσμό.
        Ωστόσο στην Πίνδο τους εσταματήσαμε. Δεν υπήρχε εκεί οργανωμένη αμυντική τοποθεσία , παρά μόνο «φυσική ισχύς» Της εδαφικής διαμόρφωσης και ορισμένα έργα εκστρατείας. Το σχέδιο της ιταλικής εισβολής βασιζόταν σε επιθετικές ενέργειες στους τομείς Ηπείρου και Πίνδου. Οι Έλληνες στρατιώτες σκαρφάλωσαν στα απόκρημνα βουνά και ρίχτηκαν με ορμή στους Ιταλούς . Χαρακτηριστικό του θάρρους , παρόλλες τις κακουχίες και αντιξοότητες του πολέμου, η πολεμική κραυγή ΑΕΡΑ που αντηχούσε στις ρεματιές και στους κάμπους εμψύχωνε τους στρατιώτες και αποδοκίμαζε τον εισβολέα.
        Όμως , μαζί με τον στρατό , ήταν και όλος ο λαός της Ηπείρου. Γυναίκες απ΄ τα γύρω χωριά , σαν τις Σουλιώτισσες ανέβασαν κάσσες με φυσίγγια και οβίδες, έσυραν τα κανόνια ως την κορυφή  κι εβοήθησαν με κάθε τρόπο τα παλικάρια μας. Η επιτυχία δεν άργησε να φανεί. Στις 22 Νοεμβρίου ο ένδοξος στρατός μας έμπαινε στην Κορυτσά και στις 8 Δεκεμβρίου στο Αργυρόκαστρο, στις δύο μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις της Β. Ηπείρου, ως απαρχή της νίκης των ελληνικών δυνάμεων.
        Στο εσωτερικό μέτωπο ο πληθυσμός υπέμενε του περιορισμού που εισέβαλε η εμπόλεμη κατάσταση με εγκαρτέρηση και ακμαίο ηθικό.   Ο μηχανισμός της επιστράτευσης λειτούργησε άψογα σε μεγάλο βαθμό χάρη στον ενθουσιασμό των καλούμενων προς κατάταξη εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών . Άνθηση γνώρισε η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή , αλλά ιδίως οι επιθεωρήσεις. Η οικονομία προσαρμόστηκε παρά τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή δελτίου στα τρόφιμα και τη συνακόλουθη αύξηση του κόστους ζωής.
        Οι Ιταλοί σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και γόητρο τους προέβησαν στη διεξαγωγή της λεγόμενης «Εαρινής Επίθεσης» υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι. Διήρκεσε δύο περίπου εβδομάδες χωρίς  να φέρει κανένα αποτέλεσμα, χάρη στη γρανιτώδη αποφασιστικότητα των ελλήνων μαχητών.
        




 Η ιταλική αποτυχία όχι μόνο κλόνισε τη φασιστική αλαζονεία αλλά φάνηκε να θέτει σε κίνδυνο και τη θέση του άξονα στη Ν.Α  Ευρώπη. Όμως , περισσότερο και απ΄ τη διάσωση του ιταλικού γοήτρου , η αποτροπή βρετανικής απειλής στα νώτα Ανατολικού Μετώπου ώθησε τον Χίτλερ να εκδώσει στις 13/12/1940 την οδηγία  αρ.20 για το σχεδιασμό της επιχείρησης «Μαρίτα» κατά της Ελλάδας .Από την ελληνική πλευρά η στάση του Παπάγου και του Γενικού  Στρατηγείου παράμενε αναλλοίωτη: ο ελληνικός στρατός έπρεπε να τηρήσει τις θέσεις του στην Αλβανία και να πολεμήσει τους γερμανούς μόνο για την τιμή των όπλων- όπως διευκρίνισε ο ίδιος ο Παπάγος στους διοικητές στη Μακεδονία. Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας ταυτόχρονα.  
        Οι καταστάσεις κλυδώνιζαν τους εμπλεκόμενους και στα δυο μέτωπα, με αποκορύφωμα  τη μάχη της Κρήτης . Με την κατάληψη της  Μεγαλονήσου η εκδικητική μανία των κατακτητών ξέσπασε κατά του πληθυσμού, που υπέστη τα πρώτα μαζικά αντίποινα στην Ελλάδα   με καταστροφές χωριών  και ομαδικές εκτελέσεις , ενώ είχε προηγηθεί κυβερνητικό κλιμάκιο αποτελούμενο του βασιλιά και του πρωθυπουργού με προορισμό την Αλεξάνδρεια.
        Ο εξάμηνος αγώνας κατά των δυνάμεων του Άξονα στοίχισε στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις 13.325νεκρούς, 1290 αγνοούμενους και 62.663 τραυματίες απ΄ τους οποίους 25.000 ήταν θύματα των κρυοπαγημάτων. Η ελληνική συμβολή στη συμμαχική προσπάθεια ήταν ουσιαστική καθώς καθήλωσε μεγάλες δυνάμεις του εχθρού και απασχόλησε μέρος της γερμανικής πολεμικής μηχανής κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.
        Ακόμη, μεγαλύτερος ήταν ο ηθικός αντίκτυπος του επικού αγώνα ενός μικρού λαού που κατέρριψε το μύθο της φασιστικής παντοδυναμίας και αναπτέρωσε το ηθικό των δυνάμεων που αντιστέκονταν στον άξονα.
        Για τις επερχόμενες γενιές «απελευθερωτικά μηνύματα» όπως αυτό ενάντια σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού , περιέχουν την  υ π ο ψ ί α  ότι : το ζήτημα της  Ε θ ν  ι κ ή ς   Σ υ ν ε ί δ η σ η ς  οδηγεί στο δρόμο προς την «Αυτογνωσία».
        Ακόμη, το μάθημα της ιστορίας προσφέρεται ως αναγκαιότητα μιας ιστορικής συνέχειας που φτάνει ως τις μέρες.



ΑΝΝΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ

ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ